νομωδός

νομωδός
νομωδός, ὁ (Α)
1. αυτός που άδει, που κηρύσσει τον νόμο
2. εξηγητής τού νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ-ωδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νομῳδόν — νομῳδός one who chants masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Харонд — (Χαρώνδας, Charondas) один из древнегреческих законодателей, уроженец сицилийского города Катаны, происходил из среднего сословия. Хотя древними и новыми исследователями личность его признается исторической, но точных сведений ни о нем, ни о… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”